υιιδεύς

υιιδεύς
-έως, ὁ, Α
βλ. ὑϊδοῡς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υἱιδῆ — ὑιδοῦς son s son masc voc sg (doric aeolic) υἱϊδῆ , υἱιδεύς masc nom/voc/acc dual υἱϊδῆ , υἱιδεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτιδεύς — Μυθολογικό πρόσωπο· ο μικρός Έρως. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη έρως και μεταφορικά σημαίνει τον νέο που δείχνει ζήλο στον έρωτα. Στην τέχνη, οι Ε. είναι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις μικρών Ερώτων, που συνήθως συμπληρώνουν ή πλαισιώνουν το …   Dictionary of Greek

  • υϊδεύς — και υἱϊδεύς, έως, ὁ, Α βλ. ὑϊδοῡς …   Dictionary of Greek

  • υϊδούς — και υἱϊδοῡς, οῡ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α ο γιος τού γιου, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. ιδεύς / ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση) / ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”